- μαλάκεια
- μᾰλᾰκ-εια, τά,A = μαλάκια, Opp.H.1.638.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαλάκεια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατίζω — Α [φάτις] 1. ομιλώ, λέγω 2. διαφημίζω, διαδίδω 3. μνηστεύω, αρραβωνιάζω («ἐμὴ φατισθεῑσα» η αρραβωνιαστικιά μου, Ευρ.) 4. καλώ, ονομάζω («ὅσα... μαλάκεια φατίζεται», Οππ.) 5. (σχετικά με δικαστήριο) καταθέτω … Dictionary of Greek